μυλωθρικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />de meule <i>ou</i> de moulin.<br />'''Étymologie:''' [[μυλωθρός]]. | |btext=ή, όν :<br />de meule <i>ou</i> de moulin.<br />'''Étymologie:''' [[μυλωθρός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[μυλωθρικός]], -ή, -όν) [[μυλωθρός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυλωθρό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μυλωθρικόν</i><br />[[φόρος]] για το [[άλεσμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for a miller, σκεύη Plu.2.159c. II -κόν, τό, tax on milling, IG2.860.
German (Pape)
[Seite 217] den Müller betreffend, σκεύη, Mühlgeräthschaften, Plut. sept. sap. conv. 16.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλωθρικός: -ή, -όν, κατάλληλος διὰ μυλωθρὸν ἢ διὰ μύλον, Πλούτ. 2. 159D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de meule ou de moulin.
Étymologie: μυλωθρός.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α μυλωθρικός, -ή, -όν) μυλωθρός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυλωθρό
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυλωθρικόν
φόρος για το άλεσμα.