σμιλεύω: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(Bailly1_4)
(38)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=entailler avec un ciseau.<br />'''Étymologie:''' [[σμίλη]].
|btext=entailler avec un ciseau.<br />'''Étymologie:''' [[σμίλη]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΝΑ<br />[[κατεργάζομαι]] με [[σμίλη]], [[γλύφω]], [[λαξεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σμίλη]]. Το ρ. απαντά αρχικά σε συνθ. με προθέσεις (<b>πρβλ.</b> <i>απο</i>-[[σμιλεύω]], <i>δια</i>-[[σμιλεύω]])].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 911] wie γλύφω, sein od. künstlich ausschneiden, schnitzeln, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σμῑλεύω: γλύφω λεπτῶς, «σκαλίζω», Γρηγ. Ναζ.· μεταφορ., σμ. ἐννοίας Εὐστ. Πονημάτ. 106. 29.

French (Bailly abrégé)

entailler avec un ciseau.
Étymologie: σμίλη.

Greek Monolingual

ΜΝΑ
κατεργάζομαι με σμίλη, γλύφω, λαξεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμίλη. Το ρ. απαντά αρχικά σε συνθ. με προθέσεις (πρβλ. απο-σμιλεύω, δια-σμιλεύω)].