περίρροος: Difference between revisions
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οος, οον;<br />baigné de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρέω]]. | |btext=οος, οον;<br />baigné de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περίρροος:''' -ον, συνηρ. -[[ρους]], -ουν, = [[περίρρυτος]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, contr. περίρρους, ουν,
A = περίρρυτος, Hdt.1.174. 2 flowing round, γῆς π. ὠκεανός Aristid.Or.43(1).24. II Subst., = περιρροή 1, J.AJ18.9.1. 2 = περιρροια 11, Hp.Epid.1.26.δ, 3.17.i<*>/, Coac.629.
Greek (Liddell-Scott)
περίρροος: -ον, συνῃρ. περίρρους, ουν, = περίρρυτος, Ἡρόδ. 1. 174. 2) ὁ ῥέων ὁλόγυρα, γῆς π. ὠκεανὸς Ἀριστείδ. 1. 7. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = περιρροή, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 9, 1. 2) = περίρροια ΙΙ, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Α΄, 976, πρβλ. 221G, 1117Ε, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
baigné de tous côtés.
Étymologie: περιρρέω.
Greek Monotonic
περίρροος: -ον, συνηρ. -ρους, -ουν, = περίρρυτος, σε Ηρόδ.