τυμπανοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui ressemble à un tambour.<br />'''Étymologie:''' [[τύμπανον]], [[εἶδος]]. | |btext=ής, ές :<br />qui ressemble à un tambour.<br />'''Étymologie:''' [[τύμπανον]], [[εἶδος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />όμοιος με [[τύμπανο]], αυτός που έχει [[σχήμα]] τυμπάνου<br /><b>νεοελλ.</b><br />πολύ διογκωμένος, φουσκωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμπανον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A like a drum, Arist.Cael.293b34, D.L.9.30 (Cobet, for -ῶδες), Placit. 3.10.4.
Greek (Liddell-Scott)
τυμπᾰνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τύμπανον, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 9, Διογ. Λ. 9. 30.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ressemble à un tambour.
Étymologie: τύμπανον, εἶδος.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
όμοιος με τύμπανο, αυτός που έχει σχήμα τυμπάνου
νεοελλ.
πολύ διογκωμένος, φουσκωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + -ειδής].