Σαρδόνιος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(Bailly1_4)
 
(36)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de Sardaigne ; [[οἱ]] Σαρδόνιοι les Sardes.<br />'''Étymologie:''' [[Σαρδώ]].
|btext=α, ον :<br />de Sardaigne ; [[οἱ]] Σαρδόνιοι les Sardes.<br />'''Étymologie:''' [[Σαρδώ]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[Σαρδώνιος]], -ία, -ον, Α<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο [[Σαρδώ]] ή ο [[κάτοικος]] της Σαρδούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. της γεν. του ον. [[Σαρδώ]], η οποία απαντά και με την [[μορφή]] <i>Σαρδ</i>-<i>όνος</i> (όπως θα σχηματιζόταν από τ. ονομαστικής <i>Σαρδών</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Sardaigne ; οἱ Σαρδόνιοι les Sardes.
Étymologie: Σαρδώ.

Greek Monolingual

και Σαρδώνιος, -ία, -ον, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Σαρδώ ή ο κάτοικος της Σαρδούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. της γεν. του ον. Σαρδώ, η οποία απαντά και με την μορφή Σαρδ-όνος (όπως θα σχηματιζόταν από τ. ονομαστικής Σαρδών) + κατάλ. -ιος].