προσανάκλιμα: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />point d’appui.<br />'''Étymologie:''' [[προσανακλίνομαι]]. | |btext=ατος (τό) :<br />point d’appui.<br />'''Étymologie:''' [[προσανακλίνομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ίματος, τὸ, Α [[προσανακλίνω]]<br />αυτό στο οποίο στηρίζεται [[κανείς]] («ἥδιστον φιλέουσι νέοις [[προσανάκλιμα]] ἐρώτων [[Σαπφώ]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A that on which one leans, AP7.407 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 749] τό, das, woran man sich lehnt od. stützt, ἐρώτων Diosc. 25 (VII, 407).
Greek (Liddell-Scott)
προσανάκλῐμα: τό, τὸ ἐφ’ οὗ τις ἀνακλίνεται, στηρίζεται, Ἀνθ. Π. 7. 407.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
point d’appui.
Étymologie: προσανακλίνομαι.
Greek Monolingual
-ίματος, τὸ, Α προσανακλίνω
αυτό στο οποίο στηρίζεται κανείς («ἥδιστον φιλέουσι νέοις προσανάκλιμα ἐρώτων Σαπφώ», Ανθ. Παλ.).