σμερδνός: Difference between revisions

From LSJ

πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)

Source
(Bailly1_4)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[σμερδαλέος]] ; <i>neutre adv.</i> • σμερδνόν.<br />'''Étymologie:''' R. Σμερδ, mordre ; cf. [[σμερδαλέος]], <i>lat.</i> mordere.
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[σμερδαλέος]] ; <i>neutre adv.</i> • σμερδνόν.<br />'''Étymologie:''' R. Σμερδ, mordre ; cf. [[σμερδαλέος]], <i>lat.</i> mordere.
}}
{{Autenrieth
|auten== [[σμερδαλέος]], Il. 5.472.— Adv., σμερδνόν, [[βοᾶν]], Il. 15.687, 732.
}}
}}

Revision as of 15:30, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμερδνός Medium diacritics: σμερδνός Low diacritics: σμερδνός Capitals: ΣΜΕΡΔΝΟΣ
Transliteration A: smerdnós Transliteration B: smerdnos Transliteration C: smerdnos Beta Code: smerdno/s

English (LSJ)

ή, όν,= foreg.,

   A Γοργείη κεφαλή Il.5.742; σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι συρίζων φόνον A.Pr.357; μυγαλέη Nic.Th.815:—as Adv., σμερδνὸν βοόων Il. 15.687; δέρκεται h.Hom.31.9.

German (Pape)

[Seite 910] = σμερδαλέος, bei Hom. ganz eben so gebraucht, aber viel seltener, von der Aegis, Il. 5, 742, u. adverbial, σμερδνὸν βοόων, 15, 687; σμερδναῖσι γαμφηλῇσι συρίζων φόνον, Aesch. Prom. 355; sp. D., σκόλοπες, Opp. Hal. 5, 330.

Greek (Liddell-Scott)

σμερδνός: -ή, -όν, = σμερδαλέος, αἰγὶς Ἰλ. Ε. 742· σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι συρίζων φόνον Αἰσχύλ. Πρ. 355· μυγαλέη Νικ. Θηρ. 815· - ὡς ἐπίρρ., σμερδνὸν βοόων Ἰλ. Ο. 678, 732· δέρκεται Ὁμ. Ὕμν. 31. 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «δεινόν, καταπληκτικόν, πολεμικόν, σκυθρωπόν».

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. σμερδαλέος ; neutre adv. • σμερδνόν.
Étymologie: R. Σμερδ, mordre ; cf. σμερδαλέος, lat. mordere.

English (Autenrieth)

= σμερδαλέος, Il. 5.472.— Adv., σμερδνόν, βοᾶν, Il. 15.687, 732.