χερμάδιος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(Bailly1_5)
(46)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de la grosseur d’une pierre qu’on lance avec la main.<br />'''Étymologie:''' [[χερμάς]].
|btext=ος, ον :<br />de la grosseur d’une pierre qu’on lance avec la main.<br />'''Étymologie:''' [[χερμάς]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ [[χερμάς]], -[[άδος]]]<br />αυτός που έχει το [[σχήμα]] και το [[μέγεθος]] χερμαδίου, πέτρας που ρίχνεται [[εναντίον]] του αντιπάλου (α. «μολυβδαίνας χερμαδίους», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «[[χερμάδιος]] [[λίθος]]», Νείλ.).
}}
}}

Revision as of 12:48, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1350] ον, von der Art, Gestalt od. Größe eines Kiesels, bes. um damit zu werfen, μολύβδαιναι χερμάδιοι, faustgroße Bleikugeln zum Werfen, Luc. Lexiph. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de la grosseur d’une pierre qu’on lance avec la main.
Étymologie: χερμάς.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ χερμάς, -άδος]
αυτός που έχει το σχήμα και το μέγεθος χερμαδίου, πέτρας που ρίχνεται εναντίον του αντιπάλου (α. «μολυβδαίνας χερμαδίους», Λουκιαν.
β. «χερμάδιος λίθος», Νείλ.).