ταινιόπωλις: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιδος (ἡ) :<br />marchande de rubans.<br />'''Étymologie:''' [[ταινία]], [[πωλέω]].
|btext=ιδος (ἡ) :<br />marchande de rubans.<br />'''Étymologie:''' [[ταινία]], [[πωλέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ώλιδος, ἡ, Α<br />αυτή που πουλά ταινίες, [[δηλαδή]] ζώνες, επιδέσμους κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταινία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πωλις</i>, θηλ. του -[[πώλης]]].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταινιόπωλις Medium diacritics: ταινιόπωλις Low diacritics: ταινιόπωλις Capitals: ΤΑΙΝΙΟΠΩΛΙΣ
Transliteration A: tainiópōlis Transliteration B: tainiopōlis Transliteration C: tainiopolis Beta Code: tainio/pwlis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A dealer in ταινίαι, Eup.243, D.57.34.

German (Pape)

[Seite 1063] ιδος, ἡ, Bandhändlerinn; Eupolis bei Ath. VII, 326 a; Dem. 57, 34.

Greek (Liddell-Scott)

ταινιόπωλις: ἡ, ἡ πωλοῦσα ταινίας, ζώνας καὶ τὰ ὅμοια, Εὔπολις ἐν «Προσπαλτίοις» 1, Δημ. 1309. 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 533.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
marchande de rubans.
Étymologie: ταινία, πωλέω.

Greek Monolingual

-ώλιδος, ἡ, Α
αυτή που πουλά ταινίες, δηλαδή ζώνες, επιδέσμους κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταινία + -πωλις, θηλ. του -πώλης].