τελωνικός: Difference between revisions
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />de fermier général, de publicain.<br />'''Étymologie:''' [[τελώνης]]. | |btext=ή, όν :<br />de fermier général, de publicain.<br />'''Étymologie:''' [[τελώνης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τελώνης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[τελωνία]] («κύκλῳ φεύγων τοὺς νόμους τοὺς τελωνικούς», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τελωνικά</i><br />τα [[τέλη]], οι φόροι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τελωνικῶς</i> Α<br />όπως ο [[τελώνης]] του Ευαγγελίου («μὴ φαρισαϊκῶς ἀλλὰ τελωνικῶς», Ευάγρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:43, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A relating to tax-farming, νόμοι D.24.101, PRev.Laws21.12 (iii B.C.); πρόσοδοι Plu.2.201b; τὰ τ. the tolls, Pl. Lg.842d. 2 of or for tax-farmers, of certain μοῖραι in Cancer, Vett. Val.15.16.
German (Pape)
[Seite 1089] ή, όν, vom Zolleinnehmer, ihn betreffend, zöllnerisch; Plat. Legg. VIII, 842 d; νόμοι, Dem. 24, 101; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τελωνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τελωνίαν· τελ. νόμοι, οἱ ἀποβλέποντες εἰς τοὺς φόρους καὶ τοὺς δασμούς, Δημ. 732. 1· πρόσοδοι Πλούτ. 2. 201Α· - τὰ τελωνικά, τὰ τέλη, Πλάτ. Νόμ. 842D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de fermier général, de publicain.
Étymologie: τελώνης.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α τελώνης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τελωνία («κύκλῳ φεύγων τοὺς νόμους τοὺς τελωνικούς», Δημοσθ.)
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ τελωνικά
τα τέλη, οι φόροι.
επίρρ...
τελωνικῶς Α
όπως ο τελώνης του Ευαγγελίου («μὴ φαρισαϊκῶς ἀλλὰ τελωνικῶς», Ευάγρ.).