τριγωνίστρια: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
(Bailly1_5)
(41)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />joueuse de harpe.<br />'''Étymologie:''' [[τρίγωνον]].
|btext=ας (ἡ) :<br />joueuse de harpe.<br />'''Étymologie:''' [[τρίγωνον]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[γυναίκα]] που έπαιζε το μουσικό όργανο [[τρίγωνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίγωνον]] «τριγωνοειδές μουσικό όργανο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. <i>ίστρια</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. σε -<i>ίζω</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐγωνίστρια Medium diacritics: τριγωνίστρια Low diacritics: τριγωνίστρια Capitals: ΤΡΙΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Transliteration A: trigōnístria Transliteration B: trigōnistria Transliteration C: trigonistria Beta Code: trigwni/stria

English (LSJ)

ἡ,

   A a woman who plays the τρίγωνον (11.2), Luc.Lex.8.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγωνίστρια: ἡ, γυνὴ παίζουσα τὸ τρίγωνον (ΙΙ. 2)˙ ψάλτρια τριγώνου, Λουκ. Λεξιφ. 8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
joueuse de harpe.
Étymologie: τρίγωνον.

Greek Monolingual

ἡ, Α
γυναίκα που έπαιζε το μουσικό όργανο τρίγωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνον «τριγωνοειδές μουσικό όργανο» + κατάλ. ίστρια (< ρ. σε -ίζω)].