ὑψηλόκρημνος: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(Bailly1_5)
(44)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux escarpements élevés.<br />'''Étymologie:''' [[ὑψηλός]], [[κρημνός]].
|btext=ος, ον :<br />aux escarpements élevés.<br />'''Étymologie:''' [[ὑψηλός]], [[κρημνός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, ψηλούς βράχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑψηλός]] <span style="color: red;">+</span> [[κρημνός]] «[[γκρεμός]], [[φαράγγι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κρημνος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψηλόκρημνος Medium diacritics: ὑψηλόκρημνος Low diacritics: υψηλόκρημνος Capitals: ΥΨΗΛΟΚΡΗΜΝΟΣ
Transliteration A: hypsēlókrēmnos Transliteration B: hypsēlokrēmnos Transliteration C: ypsilokrimnos Beta Code: u(yhlo/krhmnos

English (LSJ)

ον,

   A with lofty cliffs, πέτραι A.Pr.5.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψηλόκρημνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ὑψηλόκρημνοι πέτραι Αἰσχύλ. Πρ. 5· πρβλ. ὑψίκρημνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux escarpements élevés.
Étymologie: ὑψηλός, κρημνός.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, ψηλούς βράχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + κρημνός «γκρεμός, φαράγγι» (πρβλ. πολύ-κρημνος)].