μερόεν: Difference between revisions

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
(8)
 
(24)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=mero/en
|Beta Code=mero/en
|Definition=<b class="b3">μεριστικόν</b>, Hsch.
|Definition=<b class="b3">μεριστικόν</b>, Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[μερόεν]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεριστικόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέρος]], πιθ. λ. ποιητική, ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. [[μερόεις]]].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μερόεν Medium diacritics: μερόεν Low diacritics: μερόεν Capitals: ΜΕΡΟΕΝ
Transliteration A: meróen Transliteration B: meroen Transliteration C: meroen Beta Code: mero/en

English (LSJ)

μεριστικόν, Hsch.

Greek Monolingual

μερόεν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μεριστικόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος, πιθ. λ. ποιητική, ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. μερόεις].