νομομαθής: Difference between revisions
From LSJ
(8) |
(27) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=nomomaqh/s | |Beta Code=nomomaqh/s | ||
|Definition=ές, = foreg., Id.<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> s.v. [[νομοΐστορες]], <span class="title">Gloss.</span></span> | |Definition=ές, = foreg., Id.<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> s.v. [[νομοΐστορες]], <span class="title">Gloss.</span></span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[νομομαθής]], -ές)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που γνωρίζει καλά τους νόμους, [[νομοδιδάσκαλος]], [[νομικός]] («Παῡλος ὁ [[μέγας]] καὶ [[ὀνομαστός]], ὁ [[νομομαθής]]», Ιωάνν. Χρυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόμος]] <span style="color: red;">+</span> <i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μανθάνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πραγματο</i>-<i>μαθής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, = foreg., Id.
A s.v. νομοΐστορες, Gloss.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ νομομαθής, -ές)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που γνωρίζει καλά τους νόμους, νομοδιδάσκαλος, νομικός («Παῡλος ὁ μέγας καὶ ὀνομαστός, ὁ νομομαθής», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + μαθής (< μανθάνω), πρβλ. πραγματο-μαθής].