νομομαθής
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
νομομαθές, = νομοΐστωρ (learned in the laws), Hsch. s.v. νομοΐστορες, Glossaria.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ νομομαθής, -ές)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που γνωρίζει καλά τους νόμους, νομοδιδάσκαλος, νομικός («Παῡλος ὁ μέγας καὶ ὀνομαστός, ὁ νομομαθής», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + μαθής (< μανθάνω), πρβλ. πραγματομαθής].
German (Pape)
ές, gesetzkundig, die Gesetze gelernt habend, Sp., bes. K.S.