κάγ: Difference between revisions
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
(Autenrieth) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=see [[κατά]]. | |auten=see [[κατά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κάγ:''' Επικ. αντί κατά [[πριν]] από το <i>γ</i>, κὰγ [[γόνυ]] αντί κατὰ [[γόνυ]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
English (LSJ)
poet. form for κατά before γ, κὰγ γόνυ for κατὰ γόνυ, Il.20.458;
A κὰγ γόνων Sapph.44; κὰγ γᾶν dub. in SIG179.9 (Boeot., iv B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
κάγ: σπάνιον ποιητ. τύπος ἀντὶ τοῦ κατὰ πρὸ τοῦ γ, κὰγ γόνυ ἀντὶ κατὰ γόνυ· κὰγ γόνυ δουρὶ βαλὼν Ἰλ. Υ. 458· κὰγ γόνων Σαπφὼ 25 (50).
French (Bailly abrégé)
p. apocope et assimilation poét. pour κατά devant un γ : κὰγ γόνυ.
English (Autenrieth)
see κατά.
Greek Monotonic
κάγ: Επικ. αντί κατά πριν από το γ, κὰγ γόνυ αντί κατὰ γόνυ, σε Ομήρ. Ιλ.