κλεπτοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(Autenrieth)
(20)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[thieving]], [[trickery]], Od. 19.396†.
|auten=[[thieving]], [[trickery]], Od. 19.396†.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλεπτοσύνη]], ἡ (Α) [[κλέπτης]]<br /><b>1.</b> η [[τέχνη]] της κλοπής και της απάτης<br /><b>2.</b> η [[πανουργία]], ο [[δόλος]], η [[απιστία]] («ὅς ἀνθρώπους [[ἐκέκαστο]] [[κλεπτοσύνη]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεπτοσύνη Medium diacritics: κλεπτοσύνη Low diacritics: κλεπτοσύνη Capitals: ΚΛΕΠΤΟΣΥΝΗ
Transliteration A: kleptosýnē Transliteration B: kleptosynē Transliteration C: kleptosyni Beta Code: kleptosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A thievishness, knavery, Od.19.396, Man.6.207: in Prose, κ. καὶ ἐπιορκία Phld.Piet.37.

German (Pape)

[Seite 1449] ἡ, Kunst zu stehlen u. zu betrügen, übh. List u. Verschlagenheit; von Autolycus ὃς ἀνθρώπους ἐκέκαστο κλεπτοσύνῃ θ' ὅρκῳ τε Od. 19, 396; op. D., wie Han. 6, 207.

Greek (Liddell-Scott)

κλεπτοσύνη: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ κλέπτειν καὶ ἀπατᾶν, δόλος, πανουργία, ἀπιστία, Ὀδ. Τ. 396, Μανέθων 6. 207.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
habitude de voler ; fourberie.
Étymologie: κλέπτω.

English (Autenrieth)

thieving, trickery, Od. 19.396†.

Greek Monolingual

κλεπτοσύνη, ἡ (Α) κλέπτης
1. η τέχνη της κλοπής και της απάτης
2. η πανουργία, ο δόλος, η απιστία («ὅς ἀνθρώπους ἐκέκαστο κλεπτοσύνη», Ομ. Οδ.).