Πήλιον: Difference between revisions

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
(Autenrieth)
(6)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[Pelion]], a [[mountain]] in [[Thessaly]], Il. 2.757, Il. 16.144, Od. 11.316.
|auten=[[Pelion]], a [[mountain]] in [[Thessaly]], Il. 2.757, Il. 16.144, Od. 11.316.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Πήλιον:''' Δωρ. [[Πάλιον]], τό, το Πήλιο, [[βουνό]] στη [[Θεσσαλία]], σε Όμηρ., Ησίοδ., Πίνδ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 21:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πήλιον Medium diacritics: Πήλιον Low diacritics: Πήλιον Capitals: ΠΗΛΙΟΝ
Transliteration A: Pḗlion Transliteration B: Pēlion Transliteration C: Pilion Beta Code: *ph/lion

English (LSJ)

Dor. Πάλιον [ᾱ], τό, Pelion, a mountain in Thessaly, Il.2.757, etc.:—Adj. Πηλιάς (q. v.); Πηλιῶτις, ιδος

   A on or at the foot of Pelion, E.Med.484; Πηλιωτικός, ή, όν, S.Fr.154; Πηλιακός, ή, όν, APl.4.110.

Greek (Liddell-Scott)

Πήλιον: Δωρ. Πάλιον, τό, ὄρος ἐν Θεσσαλίᾳ, Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ., κλ.· ὡσαύτως, πόλις ἐν Θεσσαλίᾳ, Ἰλ. ― Ἐπίθ. Πηλιὰς (ἴδε ἐν λ.) Πηλιῶτις, ιδος, τὴν Πηλιῶτιν εἰς Ἰωλκὸν ἱκόμην, εἰς τὴν παρὰ τὴν ὑπώρειαν τοῦ Πηλίου Ἰωλκόν, Εὐρ. Μήδ. 484: Πηλιωτικός, ή, όν, Σοφ. Ἀποσπ. 166· Πηλιακός, ή, όν, Ἀνθ. Πλαν. 110.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
le Pélion, mont. de Thessalie.
Étymologie: Babiniotis topon. préhell.

English (Autenrieth)

Pelion, a mountain in Thessaly, Il. 2.757, Il. 16.144, Od. 11.316.

Greek Monotonic

Πήλιον: Δωρ. Πάλιον, τό, το Πήλιο, βουνό στη Θεσσαλία, σε Όμηρ., Ησίοδ., Πίνδ. κ.λπ.