χαίτα: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
(sl1_repeat)
(slb)
Line 1: Line 1:
{{Slater
|sltr=<b>χαίτα</b> (-αν, -αις(ι), -ας.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[hair]] χαίταισι μὲν ζευχθέντες [[ἔπι]] στέφανοι (O. 3.6) νέαν ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν (O. 14.24) κατένευσέν τέ οἱ χαίταις (sc. [[Ζεύς]]) (N. 1.14) (στέφανοι) [[τῶν]] ἀθρόοις ἀνδησάμενοι [[θαμάκις]] ἔρνεσιν χαίτας (I. 1.29) ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων (I. 7.39) χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ [ων ὥ] στε χαίταν παρθένου ξανθ [(sc. ἀγάλλειν, simm.) fr. 215. 7.
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>χαίτα</b> (-αν, -αις(ι), -ας.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[hair]] χαίταισι μὲν ζευχθέντες [[ἔπι]] στέφανοι (O. 3.6) νέαν ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν (O. 14.24) κατένευσέν τέ οἱ χαίταις (sc. [[Ζεύς]]) (N. 1.14) (στέφανοι) [[τῶν]] ἀθρόοις ἀνδησάμενοι [[θαμάκις]] ἔρνεσιν χαίτας (I. 1.29) ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων (I. 7.39) χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ [ων ὥ] στε χαίταν παρθένου ξανθ [(sc. ἀγάλλειν, simm.) fr. 215. 7.
|sltr=<b>χαίτα</b> (-αν, -αις(ι), -ας.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[hair]] χαίταισι μὲν ζευχθέντες [[ἔπι]] στέφανοι (O. 3.6) νέαν ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν (O. 14.24) κατένευσέν τέ οἱ χαίταις (sc. [[Ζεύς]]) (N. 1.14) (στέφανοι) [[τῶν]] ἀθρόοις ἀνδησάμενοι [[θαμάκις]] ἔρνεσιν χαίτας (I. 1.29) ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων (I. 7.39) χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ [ων ὥ] στε χαίταν παρθένου ξανθ [(sc. ἀγάλλειν, simm.) fr. 215. 7.
}}
}}

Revision as of 12:39, 17 August 2017

English (Slater)

χαίτα (-αν, -αις(ι), -ας.)
   1 hair χαίταισι μὲν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι (O. 3.6) νέαν ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν (O. 14.24) κατένευσέν τέ οἱ χαίταις (sc. Ζεύς) (N. 1.14) (στέφανοι) τῶν ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίτας (I. 1.29) ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων (I. 7.39) χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ [ων ὥ] στε χαίταν παρθένου ξανθ [(sc. ἀγάλλειν, simm.) fr. 215. 7.

English (Slater)

χαίτα (-αν, -αις(ι), -ας.)
   1 hair χαίταισι μὲν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι (O. 3.6) νέαν ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν (O. 14.24) κατένευσέν τέ οἱ χαίταις (sc. Ζεύς) (N. 1.14) (στέφανοι) τῶν ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίτας (I. 1.29) ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων (I. 7.39) χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ [ων ὥ] στε χαίταν παρθένου ξανθ [(sc. ἀγάλλειν, simm.) fr. 215. 7.