κοσμήτωρ: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
(sl1_repeat) |
(slb) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ορος: marshaller, in Il. [[always]] κοσμήτορε λᾶῶν, of the Atrīdae and the Dioscūri; [[sing]]., Od. 18.152. | |auten=ορος: marshaller, in Il. [[always]] κοσμήτορε λᾶῶν, of the Atrīdae and the Dioscūri; [[sing]]., Od. 18.152. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[κοσμήτωρ]]<br /> <b>1</b> [[marshal]] Φρυγίας κοσμήτορα μάχας sc.? Ὅμηρον ?fr. 347. | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[κοσμήτωρ]]<br /> <b>1</b> [[marshal]] Φρυγίας κοσμήτορα μάχας sc.? Ὅμηρον ?fr. 347. | |sltr=[[κοσμήτωρ]]<br /> <b>1</b> [[marshal]] Φρυγίας κοσμήτορα μάχας sc.? Ὅμηρον ?fr. 347. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 17 August 2017
English (LSJ)
ορος, ὁ, poet. for κοσμητής (in late Prose, Jul.Gal.49 e),
A one who marshals an army, commander, leader, Ἀτρεΐδα . . δύω, κοσμήτορε λαῶν Il.1.16, 375; δοιὼ . . κοσμήτορε λαῶν 3.236; ἐν χερσὶν ἔθηκε δέπας κοσμήτορι λ. Od.18.152; guide, director, παιδός A.R.1.194. 2 one who adorns, ἡρώων κ. Ὅμηρον Epigr. ap. Arist.Fr.76. 3 = κοσμητής 1.2, IG3.740, al.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμήτωρ: -ορος, ὁ ποιητ. ἀντὶ κοσμητής, ὁ παρατάττων στρατόν, ἢ ἄγων αὐτὸν εἰς πόλεμον, ἡγεμών, Ἀτρείδα... δύω, κοσμήτορε λαῶν Ἰλ. Α. 16, 375· δοιώ... κοσμήτορε λαῶν Γ. 236· ἐν χερσὶν ἔθηκε δέπας κοσμήτορι λαῶν Ὀδ. Σ. 152· ὁδηγός, διευθυντής, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 194. 2) κοσμητὴς Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 950, 953, 959, ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
ordonnateur ; chef.
Étymologie: κοσμέω.
English (Autenrieth)
ορος: marshaller, in Il. always κοσμήτορε λᾶῶν, of the Atrīdae and the Dioscūri; sing., Od. 18.152.
English (Slater)
κοσμήτωρ
1 marshal Φρυγίας κοσμήτορα μάχας sc.? Ὅμηρον ?fr. 347.
English (Slater)
κοσμήτωρ
1 marshal Φρυγίας κοσμήτορα μάχας sc.? Ὅμηρον ?fr. 347.