συναορέω: Difference between revisions
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνᾱορέω''': [[συνοδεύω]], συνακολουθῶ, ἐλπὶς οἱ συναορεῖ Πινδ. Ἀποσπ. 233. | |lstext='''συνᾱορέω''': [[συνοδεύω]], συνακολουθῶ, ἐλπὶς οἱ συναορεῖ Πινδ. Ἀποσπ. 233. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:08, 17 August 2017
English (LSJ)
A accompany, γλυκεῖά οἱ συναορεῖ ἐλπίς Pi.Fr.214.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾱορέω: συνοδεύω, συνακολουθῶ, ἐλπὶς οἱ συναορεῖ Πινδ. Ἀποσπ. 233.