μορφά: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_2)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[μορφή]].
|btext=<i>dor. c.</i> [[μορφή]].
}}
{{Slater
|sltr=[[μορφά]] (-ᾷ, -άν.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[bodily]] [[form]], [[build]] μορφὰν [[βραχύς]], ψυχὰν δ' [[ἄκαμπτος]], προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ Herakles (I. 4.53) [[οἷς]] αἰδοία ποτιστάξῃ [[Χάρις]] εὐκλέα μορφάν (O. 6.76) ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι (O. 9.65) ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα μορφᾷ (N. 3.19) εἰ δέ [[τις]] ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους (N. 11.13)
}}
}}

Revision as of 14:41, 17 August 2017

French (Bailly abrégé)

dor. c. μορφή.

English (Slater)

μορφά (-ᾷ, -άν.)
   1 bodily form, build μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος, προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ Herakles (I. 4.53) οἷς αἰδοία ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν (O. 6.76) ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι (O. 9.65) ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα μορφᾷ (N. 3.19) εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους (N. 11.13)