ἐμπιπίσκω: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(21) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπῐπίσκω''': μέλλ. ἐμπίσω ῑ: ἀόρ. ἐνέπῑσα, παθ. ἐνεπίσθην. Μεταβατ. τοῦ [[ἐμπίνω]], δίδω νὰ πίῃ τις, [[ποτίζω]], Πινδ. Ἀποσπ. 77, Νικ. Ἀλεξιφ. 519: ― Μέσ., πληρῶ ἐμαυτόν, χορταίνω, ἐμπίσασθαι ὕδατι Νικ. Θηρ. 537, πρβλ. Ἀλεξιφ. 320: ― Παθ., ἐπὶ τοῦ ποτοῦ, πίνομαι, Νύμφαις ἐμπισθὲν ὁ αὐτ. Θηρ. 624. | |lstext='''ἐμπῐπίσκω''': μέλλ. ἐμπίσω ῑ: ἀόρ. ἐνέπῑσα, παθ. ἐνεπίσθην. Μεταβατ. τοῦ [[ἐμπίνω]], δίδω νὰ πίῃ τις, [[ποτίζω]], Πινδ. Ἀποσπ. 77, Νικ. Ἀλεξιφ. 519: ― Μέσ., πληρῶ ἐμαυτόν, χορταίνω, ἐμπίσασθαι ὕδατι Νικ. Θηρ. 537, πρβλ. Ἀλεξιφ. 320: ― Παθ., ἐπὶ τοῦ ποτοῦ, πίνομαι, Νύμφαις ἐμπισθὲν ὁ αὐτ. Θηρ. 624. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ἐμπιπίσκω]] <br /> <b>1</b> [[give]] to [[drink]] ]ἐνέπῖσε κεκραμέν' ἐν αἵματι fr. 111. 1. | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ἐμπιπίσκω]] <br /> <b>1</b> [[give]] to [[drink]] ]ἐνέπῖσε κεκραμέν' ἐν αἵματι fr. 111. 1. | |sltr=[[ἐμπιπίσκω]] <br /> <b>1</b> [[give]] to [[drink]] ]ἐνέπῖσε κεκραμέν' ἐν αἵματι fr. 111. 1. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:03, 17 August 2017
English (LSJ)
aor.
A ἐνέπῑσα Pi.Fr.111.1:—Pass., aor. 1 ἐνεπίσθην:— causal of ἐμπίνω, give to drink, Pi.l.c., Nic.Al.519:—Med., fill oneself, ἐμπίσασθαι ὕδατι, ὄξει, Id.Th.573, Al.320:—Pass., of liquor, to be drunk, Νύμφαις ἐμπισθέν Id.Th.624.
German (Pape)
[Seite 813] (s. πιπίσκω), tränken, benetzen; ἐνέπισε Pind. frg. 77; denselben aor. hat Nic. Al. 518; im med., ὕδατι ἐμπίσαιο Ther. 573; ὄξει Al. 320; ἐμπισθὲν νύμφαις, von den Nymphen getränkt, Th. 623.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπῐπίσκω: μέλλ. ἐμπίσω ῑ: ἀόρ. ἐνέπῑσα, παθ. ἐνεπίσθην. Μεταβατ. τοῦ ἐμπίνω, δίδω νὰ πίῃ τις, ποτίζω, Πινδ. Ἀποσπ. 77, Νικ. Ἀλεξιφ. 519: ― Μέσ., πληρῶ ἐμαυτόν, χορταίνω, ἐμπίσασθαι ὕδατι Νικ. Θηρ. 537, πρβλ. Ἀλεξιφ. 320: ― Παθ., ἐπὶ τοῦ ποτοῦ, πίνομαι, Νύμφαις ἐμπισθὲν ὁ αὐτ. Θηρ. 624.
English (Slater)
ἐμπιπίσκω
1 give to drink ]ἐνέπῖσε κεκραμέν' ἐν αἵματι fr. 111. 1.
English (Slater)
ἐμπιπίσκω
1 give to drink ]ἐνέπῖσε κεκραμέν' ἐν αἵματι fr. 111. 1.