ἐλάτειρα: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐλάτειρα''': θηλ. τοῦ [[ἐλατήρ]], ἵππων ἐλ., ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, τί [[κάλλιον]] …, θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν ἀεῖσαι; Πινδ. Ἀποσπ. 59˙ [[διώκτρια]], ἀπελαστική, τοῦ ψεύδους ἐλάτειραν Ἰω. Δαμασκ. τ. 1. σ. 4Ε. | |lstext='''ἐλάτειρα''': θηλ. τοῦ [[ἐλατήρ]], ἵππων ἐλ., ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, τί [[κάλλιον]] …, θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν ἀεῖσαι; Πινδ. Ἀποσπ. 59˙ [[διώκτρια]], ἀπελαστική, τοῦ ψεύδους ἐλάτειραν Ἰω. Δαμασκ. τ. 1. σ. 4Ε. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:11, 17 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], fem. of ἐλατήρ, ἵππων ἐ., of Artemis, Pi.Fr.89;
A βοῶν ἐ. Σελήνη Nonn.D.1.331.
German (Pape)
[Seite 790] ἡ, Treiberinn, Lenkerinn; ἵππων Pind. frg. 59; Nonn. D. 11, 186.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλάτειρα: θηλ. τοῦ ἐλατήρ, ἵππων ἐλ., ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, τί κάλλιον …, θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν ἀεῖσαι; Πινδ. Ἀποσπ. 59˙ διώκτρια, ἀπελαστική, τοῦ ψεύδους ἐλάτειραν Ἰω. Δαμασκ. τ. 1. σ. 4Ε.