καματώδης: Difference between revisions
From LSJ
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />qui fatigue, qui épuise, pénible.<br />'''Étymologie:''' [[κάματος]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br />qui fatigue, qui épuise, pénible.<br />'''Étymologie:''' [[κάματος]], -ωδης. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:13, 17 August 2017
German (Pape)
[Seite 1316] ες, ermattend, erschöpfend; θέρεος καματώδεος ὥρη Hes. O. 582; καματωδέων πλαγᾶν ἄκος Pind. N. 3, 17; μέριμναι frg. 239. Auch im compar., bei Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) κοπώδης, ὀχληρός, θέρεος καματώδεος ὥρῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 582· πλαγαί, μέριμναι Πινδ. Ν. 3. 28, Ἀποσπ. 239· καματωδέστερος Θεοφρ. Ἀποσπ. 7 § 13.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui fatigue, qui épuise, pénible.
Étymologie: κάματος, -ωδης.