ἐρίπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source
(SL_1)
(14)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἐρίπλευρος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[strong]] ribbed ἐμβάλλων τ' ἐριπλεύρῳ φυᾷ [[κέντρον]] αἰανὲς of oxen (P. 4.235)
|sltr=[[ἐρίπλευρος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[strong]] ribbed ἐμβάλλων τ' ἐριπλεύρῳ φυᾷ [[κέντρον]] αἰανὲς of oxen (P. 4.235)
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρίπλευρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δυνατές πλευρές, ο [[στιβαρός]] («ἐριπλεύρῳ φυᾷ», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]])].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίπλευρος Medium diacritics: ἐρίπλευρος Low diacritics: ερίπλευρος Capitals: ΕΡΙΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: erípleuros Transliteration B: eripleuros Transliteration C: eriplevros Beta Code: e)ri/pleuros

English (LSJ)

ον,

   A with sturdy sides, stout, φυά Pi.P.4.235.

German (Pape)

[Seite 1030] φυή, mit starken Rippen od. Seiten, Pind. P. 4, 235.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίπλευρος: -ον, ἔχων ἰσχυρὰς πλευράς, στιβαρός, Πινδ. Π. 4. 419.

English (Slater)

ἐρίπλευρος, -ον
   1 strong ribbed ἐμβάλλων τ' ἐριπλεύρῳ φυᾷ κέντρον αἰανὲς of oxen (P. 4.235)

Greek Monolingual

ἐρίπλευρος, -ον (Α)
αυτός που έχει δυνατές πλευρές, ο στιβαρός («ἐριπλεύρῳ φυᾷ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -πλευρος (< πλευρά)].