θοίνα: Difference between revisions

From LSJ

ὑμέναιον ἄνορμον εἰσπλεῖν → sail into a marriage that is no haven

Source
(SL_1)
(17)
Line 4: Line 4:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[θοίνα]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[feast]] εὐ]δαιμόνων βρομιάδι θοίνᾳ πρέπει[ Δ. 1. 11.
|sltr=[[θοίνα]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[feast]] εὐ]δαιμόνων βρομιάδι θοίνᾳ πρέπει[ Δ. 1. 11.
}}
{{grml
|mltxt=[[θοίνα]], ἡ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[θοίνη]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

θοίνα: ἡ, ἴδε θοίνη.

English (Slater)

θοίνα
   1 feast εὐ]δαιμόνων βρομιάδι θοίνᾳ πρέπει[ Δ. 1. 11.

Greek Monolingual

θοίνα, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. θοίνη.