μυρσίνα: Difference between revisions

From LSJ

σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
(SL_2)
(26)
Line 2: Line 2:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>μυρςῐνα</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[myrtle]] ἁλίκων τῶ [[τις]] ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον, [[ἐπεί]] νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο [[πρίν]] (cf. [[μύρτος]]) (I. 8.67)
|sltr=<b>μυρςῐνα</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[myrtle]] ἁλίκων τῶ [[τις]] ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον, [[ἐπεί]] νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο [[πρίν]] (cf. [[μύρτος]]) (I. 8.67)
}}
{{grml
|mltxt=[[μυρσίνα]] και μερσίνα, ἡ (Μ)<br />η [[μυρτιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυρσίνη]], [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>α</i>. Ο τ. <i>μερσίνα</i>, με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ε</i>-].
}}
}}

Revision as of 11:56, 29 September 2017

English (Slater)

μυρςῐνα
   1 myrtle ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον, ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν (cf. μύρτος) (I. 8.67)

Greek Monolingual

μυρσίνα και μερσίνα, ἡ (Μ)
η μυρτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρσίνη, κατά τα θηλ. σε -α. Ο τ. μερσίνα, με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ε-].