ἀγόρασμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
(big3_1)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀγόραζμα <i>PYadin</i> 22.22 (II d.C.)<br />[[compra]], [[género]], [[mercancía]] κατὰ τὴν συγγραφὴν ἐντίθεσθαι τὰ ἀγοράσματα τῶν ἐμῶν χρημάτων D.34.9, [[ἀγόρασμα]] Ὀλυμπιάδι ἀγοράζων Aeschin.3.223, cf. Arist.<i>Oec</i>.1352<sup>b</sup>4, Alex.173, <i>PYadin</i> l.c., Them.<i>Or</i>.4.61b.
|dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀγόραζμα <i>PYadin</i> 22.22 (II d.C.)<br />[[compra]], [[género]], [[mercancía]] κατὰ τὴν συγγραφὴν ἐντίθεσθαι τὰ ἀγοράσματα τῶν ἐμῶν χρημάτων D.34.9, [[ἀγόρασμα]] Ὀλυμπιάδι ἀγοράζων Aeschin.3.223, cf. Arist.<i>Oec</i>.1352<sup>b</sup>4, Alex.173, <i>PYadin</i> l.c., Them.<i>Or</i>.4.61b.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀγόρασμα:''' -ατος, τό ([[ἀγοράζω]]), αγοραζόμενο ή πωλούμενο [[εμπόρευμα]]· στον πληθ., [[αγαθά]], κατασκευασμένα είδη, εμπορεύματα, καταναλωτικά [[αγαθά]], σε Δημ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 17:06, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγόρασμα Medium diacritics: ἀγόρασμα Low diacritics: αγόρασμα Capitals: ΑΓΟΡΑΣΜΑ
Transliteration A: agórasma Transliteration B: agorasma Transliteration C: agorasma Beta Code: a)go/rasma

English (LSJ)

τό,

   A thatwhichisbought or sold: mostly in pl., wares, merchandise, Aeschin. 3.223, D.34.9, etc., cf. Alex.168.

German (Pape)

[Seite 21] τό, nur im plur. (dah. Arist. Oec. II, 34 ἐπ' ἀγοράσματα wohl richtig ist), VLL. ὤνια. od. αὐτὰ τὰ ἠγορασμένα, Waaren, Alex. Ath. VI, 242 d; Aeschin. 3, 223; Dem. 34, 9; Sp., wie Plut. Cat. min. 36.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγόρασμα: τό, τὸ ἀγοραζόμενον ἢ πωλούμενον, πρὸ πάντων κατὰ πληθυντ. = ἐμπορεύματα, Αἰσχίν. 85. 37, Δημ. 909. 27, κτλ.· πρβλ. Ἄλεξ. ἐν τῷ «Παγκρατιαστῇ», 1.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Grafía: graf. ἀγόραζμα PYadin 22.22 (II d.C.)
compra, género, mercancía κατὰ τὴν συγγραφὴν ἐντίθεσθαι τὰ ἀγοράσματα τῶν ἐμῶν χρημάτων D.34.9, ἀγόρασμα Ὀλυμπιάδι ἀγοράζων Aeschin.3.223, cf. Arist.Oec.1352b4, Alex.173, PYadin l.c., Them.Or.4.61b.

Greek Monotonic

ἀγόρασμα: -ατος, τό (ἀγοράζω), αγοραζόμενο ή πωλούμενο εμπόρευμα· στον πληθ., αγαθά, κατασκευασμένα είδη, εμπορεύματα, καταναλωτικά αγαθά, σε Δημ. κ.λπ.