Αἰθιοπεύς: Difference between revisions

From LSJ

Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat

Menander, Monostichoi, 457
(big3_2)
(1)
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆος<br />[[etíope]], [[negro]] μετ' ἀμύμονας Αἰ. <i>Il</i>.1.423, cf. Theoc.17.87, A.R.3.1192, Q.S.2.216, Nonn.<i>D</i>.2.683, Νεῖλος ἀπὸ κρημνοῖο κατέρχεται Αἰθιοπῆος Call.<i>Del</i>.208.
|dgtxt=-ῆος<br />[[etíope]], [[negro]] μετ' ἀμύμονας Αἰ. <i>Il</i>.1.423, cf. Theoc.17.87, A.R.3.1192, Q.S.2.216, Nonn.<i>D</i>.2.683, Νεῖλος ἀπὸ κρημνοῖο κατέρχεται Αἰθιοπῆος Call.<i>Del</i>.208.
}}
{{elru
|elrutext='''Αἰθιοπεύς:''' έως, эп. ῆος ὁ эфиоп Hom.
}}
}}

Revision as of 07:13, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
gén. épq. ῆος;
Éthiopien.
Étymologie: Αἰθίοψ.

Spanish (DGE)

-ῆος
etíope, negro μετ' ἀμύμονας Αἰ. Il.1.423, cf. Theoc.17.87, A.R.3.1192, Q.S.2.216, Nonn.D.2.683, Νεῖλος ἀπὸ κρημνοῖο κατέρχεται Αἰθιοπῆος Call.Del.208.

Russian (Dvoretsky)

Αἰθιοπεύς: έως, эп. ῆος ὁ эфиоп Hom.