Αἰθιοπεύς
From LSJ
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
English (LSJ)
v. sub Αἰθίοψ.
Spanish (DGE)
-ῆος
etíope, negro μετ' ἀμύμονας Αἰ. Il.1.423, cf. Theoc.17.87, A.R.3.1192, Q.S.2.216, Nonn.D.2.683, Νεῖλος ἀπὸ κρημνοῖο κατέρχεται Αἰθιοπῆος Call.Del.208.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
gén. épq. ῆος;
Éthiopien.
Étymologie: Αἰθίοψ.
Russian (Dvoretsky)
Αἰθιοπεύς: έως, эп. ῆος ὁ эфиоп Hom.