γνωμιδιώκτης: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
(big3_10)
(8)
 
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(γνωμῐδιώκτης) -ου, ὁ hapl. por γνωμιδιοδιώκτης [[que anda a la caza de máximas sentenciosas]] Cratin.342.
|dgtxt=(γνωμῐδιώκτης) -ου, ὁ hapl. por γνωμιδιοδιώκτης [[que anda a la caza de máximas sentenciosas]] Cratin.342.
}}
{{grml
|mltxt=[[γνωμιδιώκτης]], ο (Α)<br />αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του γνωμίδια, αποφθέγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[γνωμιδιώκτης]] [[αντί]] <i>γνωμιδιοδιώκτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[γνωμίδιον]] <span style="color: red;">+</span> [[διώκτης]], με [[απλολογία]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:02, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 498] Cratin. bei Schol. Plat. p. 330, wenn nicht γνωμοδιώκτης zu schreiben, Sentenzenjäger.

Spanish (DGE)

(γνωμῐδιώκτης) -ου, ὁ hapl. por γνωμιδιοδιώκτης que anda a la caza de máximas sentenciosas Cratin.342.

Greek Monolingual

γνωμιδιώκτης, ο (Α)
αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του γνωμίδια, αποφθέγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γνωμιδιώκτης αντί γνωμιδιοδιώκτης < γνωμίδιον + διώκτης, με απλολογία].