δρακοντόκομος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_12) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δρᾰκοντόκομος) -ον<br />dud. [[adornado con serpientes]] δρακοντοκόμοιο δι' ἰξύος Nonn.<i>D</i>.35.221. | |dgtxt=(δρᾰκοντόκομος) -ον<br />dud. [[adornado con serpientes]] δρακοντοκόμοιο δι' ἰξύος Nonn.<i>D</i>.35.221. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δρακοντόκομος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μαλλιά σαν φίδια. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with snaky locks, Nonn.D.1.18, 47.552.
German (Pape)
[Seite 664] schlangenhaarig, Giganten, Nonn. D. 1, 18; Medusa, 47, 552.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾰκοντόκομος: -ον, ἔχων κόμην ὀφιοειδῆ, Νόνν. Δ. 1. 18.
Spanish (DGE)
(δρᾰκοντόκομος) -ον
dud. adornado con serpientes δρακοντοκόμοιο δι' ἰξύος Nonn.D.35.221.
Greek Monolingual
δρακοντόκομος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαλλιά σαν φίδια.