διατόναιον: Difference between revisions
(big3_11) |
(9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> arq. [[viga]], [[vigueta]] de madera σανίδας ἐπὶ διατοναίων ξυλίνων planchas sostenidas por viguetas de madera</i>, <i>ID</i> 1417A.1.73 (II a.C.), cf. <i>PPetr</i>.2.4.11.6 (III a.C.), Hero <i>Dioptr</i>.34.<br /><b class="num">2</b> [[barra]] transversal de una tienda <i>PCair.Zen</i>.353.11 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>[[varilla]] de una cortina, Callix.1.39, cf. διατόνιον. | |dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> arq. [[viga]], [[vigueta]] de madera σανίδας ἐπὶ διατοναίων ξυλίνων planchas sostenidas por viguetas de madera</i>, <i>ID</i> 1417A.1.73 (II a.C.), cf. <i>PPetr</i>.2.4.11.6 (III a.C.), Hero <i>Dioptr</i>.34.<br /><b class="num">2</b> [[barra]] transversal de una tienda <i>PCair.Zen</i>.353.11 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>[[varilla]] de una cortina, Callix.1.39, cf. διατόνιον. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διατόναιον]], το (Α) [[διάτονος]]<br /><b>1.</b> [[δοκάρι]]<br /><b>2.</b> [[ράβδος]], όπου στερεώνεται το [[πάνω]] [[μέρος]] παραπετάσματος («διατόναια δὲ τοξοειδῆ... ἐνετέτατο... ἐφ' ὧν αὐλαῑαι... ἐνεπετάννυντο» — είχαν στερεωθεί τοξοειδή κουρτινόξυλα από τα οποία κρέμονταν οι κουρτίνες»). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A joist, PPetr.2p.14 (iii B. C.); curtain-rod, Callix. 1:—so δια-τόνιον, curtain-hook or -ring, LXX Ex.35.11.
Greek (Liddell-Scott)
διατόναιον: τό, ῥάβδος ἐφ’ ἧς ἐκτείνεται ἡ ἄνω ἄκρα τοῦ παραπετάσματος, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205F· οὕτω -τόνιον, Ἑβδ. (Ἐξόδ. λε΄, 11).
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 arq. viga, vigueta de madera σανίδας ἐπὶ διατοναίων ξυλίνων planchas sostenidas por viguetas de madera, ID 1417A.1.73 (II a.C.), cf. PPetr.2.4.11.6 (III a.C.), Hero Dioptr.34.
2 barra transversal de una tienda PCair.Zen.353.11 (III a.C.)
•varilla de una cortina, Callix.1.39, cf. διατόνιον.
Greek Monolingual
διατόναιον, το (Α) διάτονος
1. δοκάρι
2. ράβδος, όπου στερεώνεται το πάνω μέρος παραπετάσματος («διατόναια δὲ τοξοειδῆ... ἐνετέτατο... ἐφ' ὧν αὐλαῑαι... ἐνεπετάννυντο» — είχαν στερεωθεί τοξοειδή κουρτινόξυλα από τα οποία κρέμονταν οι κουρτίνες»).