ἐλεφαντόκωπος: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
(big3_14b)
(11)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[provisto de empuñadura de marfil]] ξιφομάχαιραι καὶ δόρη Theopomp.Com.26, ξίφη Luc.<i>Gall</i>.26, cf. Longus 4.21.2, μάστιγξ Sch.Ar.<i>Au</i>.1463a.
|dgtxt=-ον<br />[[provisto de empuñadura de marfil]] ξιφομάχαιραι καὶ δόρη Theopomp.Com.26, ξίφη Luc.<i>Gall</i>.26, cf. Longus 4.21.2, μάστιγξ Sch.Ar.<i>Au</i>.1463a.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐλεφαντόκωπος]], -ον (Α)<br />(για [[ξίφος]]) αυτός που έχει [[λαβή]] από [[ελεφαντόδοντο]].
}}
}}

Revision as of 07:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλεφαντόκωπος Medium diacritics: ἐλεφαντόκωπος Low diacritics: ελεφαντόκωπος Capitals: ΕΛΕΦΑΝΤΟΚΩΠΟΣ
Transliteration A: elephantókōpos Transliteration B: elephantokōpos Transliteration C: elefantokopos Beta Code: e)lefanto/kwpos

English (LSJ)

ον,

   A ivory-hilted, ξιφομάχαιρα Theopomp.Com. 25; ξίφη Luc.Gall. 26.

German (Pape)

[Seite 796] mit elfenbeinernem Griff; Theop. com. Poll. 7, 158; ξίφη Luc. Somn. 26; vgl. Long. 1, 2; Poll. 7, 158.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεφαντόκωπος: -ον, ἔχων λαβὴν ἐλεφαντίνην, ἐλεφαντοκώπου ξιφομαχαίρας Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Καπηλίσιν» 2· ξίφη Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à poignée d’ivoire.
Étymologie: ἐλέφας, κώπη.

Spanish (DGE)

-ον
provisto de empuñadura de marfil ξιφομάχαιραι καὶ δόρη Theopomp.Com.26, ξίφη Luc.Gall.26, cf. Longus 4.21.2, μάστιγξ Sch.Ar.Au.1463a.

Greek Monolingual

ἐλεφαντόκωπος, -ον (Α)
(για ξίφος) αυτός που έχει λαβή από ελεφαντόδοντο.