διαδοχικός: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.
(big3_11)
(9)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[patrimonial de una escuela filosófica]] subst. τὰ διαδοχικά [[los bienes de escuela]] σῴζονται τὰ διαδοχικὰ ... πολλῶν δημεύσεων γινομένων Olymp.<i>in Alc</i>.141, cf. Sud.π 1709.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[sucesivamente]], <i>Disp.Phot</i>.M.88.561A.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[patrimonial de una escuela filosófica]] subst. τὰ διαδοχικά [[los bienes de escuela]] σῴζονται τὰ διαδοχικὰ ... πολλῶν δημεύσεων γινομένων Olymp.<i>in Alc</i>.141, cf. Sud.π 1709.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[sucesivamente]], <i>Disp.Phot</i>.M.88.561A.
}}
{{grml
|mltxt=ή, -ό (Α [[διαδοχικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διάδοχο ή στη [[διαδοχή]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα, πράγματα ή γεγονότα) [[αλλεπάλληλος]], αυτός που υπάρχει ή γίνεται [[κατά]] [[διαδοχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> αυτός που ανήκει σε κάποια φιλοσοφική [[σχολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη νεοελλ. σημ. μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Ελληνογαλλικό και Γαλλοελληνικό Λεξικό</i> του Σκαρλάτου Βυζάντιου].
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδοχικός Medium diacritics: διαδοχικός Low diacritics: διαδοχικός Capitals: ΔΙΑΔΟΧΙΚΟΣ
Transliteration A: diadochikós Transliteration B: diadochikos Transliteration C: diadochikos Beta Code: diadoxiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A belonging to a philosophic school, τὰ δ. endowments, Olymp.in Alc.p.141 C., Suid. s.v. Πλάτων.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 patrimonial de una escuela filosófica subst. τὰ διαδοχικά los bienes de escuela σῴζονται τὰ διαδοχικὰ ... πολλῶν δημεύσεων γινομένων Olymp.in Alc.141, cf. Sud.π 1709.
2 adv. -ῶς sucesivamente, Disp.Phot.M.88.561A.

Greek Monolingual

ή, -ό (Α διαδοχικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διάδοχο ή στη διαδοχή
2. (για πρόσωπα, πράγματα ή γεγονότα) αλλεπάλληλος, αυτός που υπάρχει ή γίνεται κατά διαδοχή
αρχ.
ως ουσ. αυτός που ανήκει σε κάποια φιλοσοφική σχολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικό και Γαλλοελληνικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου].