βοητής: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
(big3_9) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ<br />[[chillón]], [[que grita]] οἱ μὲν γὰρ ὑπὸ φλέγματος μαινόμενοι ἥσυχοί τέ εἰσι καὶ οὐ βοηταί Hp.<i>Morb.Sacr</i>.15, <i>Ep</i>.19, cf. Hsch.s.u. ἠπύτα. | |dgtxt=-οῦ<br />[[chillón]], [[que grita]] οἱ μὲν γὰρ ὑπὸ φλέγματος μαινόμενοι ἥσυχοί τέ εἰσι καὶ οὐ βοηταί Hp.<i>Morb.Sacr</i>.15, <i>Ep</i>.19, cf. Hsch.s.u. ἠπύτα. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βοητής]], ο (Α)<br />αυτός που φωνάζει [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>βοώ</i>. Η [[άποψη]] [[βοητής]] <span style="color: red;"><</span> <i>βοή</i> [[είναι]] απίθανη]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A clamorous, Hp.Ep.19, prob.l. in Morb.Sacr.15, cf. Hsch. s.v. ἠπύτα: Dor. fem., βοᾶτις αὐδά A.Pers.575 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 452] ὁ, der Schreier, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
βοητής: -οῦ, ὁ, ὁ βοῶν, φωνάζων ἰσχυρῶς, Ἱππ. 1286. 38, καὶ ἤδη οὕτω διορθοῦται ἐν 309. 6, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἠπύται · ― Δωρ. θηλ. βοᾶτις αὐδὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 575.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
criard.
Étymologie: βοάω.
Spanish (DGE)
-οῦ
chillón, que grita οἱ μὲν γὰρ ὑπὸ φλέγματος μαινόμενοι ἥσυχοί τέ εἰσι καὶ οὐ βοηταί Hp.Morb.Sacr.15, Ep.19, cf. Hsch.s.u. ἠπύτα.
Greek Monolingual
βοητής, ο (Α)
αυτός που φωνάζει δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βοώ. Η άποψη βοητής < βοή είναι απίθανη].