ἐναγκάλισμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
(big3_14)
(11)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[abrazo]], [[lazo afectivo]] ἀφ' ὧν συντρέφονται ἐναγκαλισμάτων φιλάδελφοι ψυχαί a partir de los cuales lazos se desarrollan las almas fraternas</i> LXX 4<i>Ma</i>.13.21.<br /><b class="num">2</b> [[abrazo]], [[circuición]] ὠκεανὸς κόσμου ἐ. Secund.<i>Sent</i>.2.
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[abrazo]], [[lazo afectivo]] ἀφ' ὧν συντρέφονται ἐναγκαλισμάτων φιλάδελφοι ψυχαί a partir de los cuales lazos se desarrollan las almas fraternas</i> LXX 4<i>Ma</i>.13.21.<br /><b class="num">2</b> [[abrazo]], [[circuición]] ὠκεανὸς κόσμου ἐ. Secund.<i>Sent</i>.2.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἐναγκάλισμα]])<br />[[περίπτυξη]], [[αγκάλιασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οτιδήποτε]] περιβάλλει [[κανείς]] με [[στοργή]], αγαπητό, προσφιλές.
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναγκᾰλισμα Medium diacritics: ἐναγκάλισμα Low diacritics: εναγκάλισμα Capitals: ΕΝΑΓΚΑΛΙΣΜΑ
Transliteration A: enankálisma Transliteration B: enankalisma Transliteration C: enagkalisma Beta Code: e)nagka/lisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which embraces, ὠκεανὸς κόσμου ἐ. Secund.Sent.2.

German (Pape)

[Seite 824] τό, das Umarmte, die Geliebte, Lycophr. 308, v. l.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναγκάλισμα: τό, ὅ,τι τις ἐναγκαλίζεται, ὦ σκύμνε, τερπνὸν ἐναγκάλισμα συγγόνων, «ὦ σκύμνε καὶ ὦ Τρωΐλε (μεταφορικῶς) ὦ ἀγκάλισμα καὶ ὦ περιπλοκὴ καὶ παρηγόρημα τερπνὸν... τῶν ἀδελφῶν» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 308.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 abrazo, lazo afectivo ἀφ' ὧν συντρέφονται ἐναγκαλισμάτων φιλάδελφοι ψυχαί a partir de los cuales lazos se desarrollan las almas fraternas LXX 4Ma.13.21.
2 abrazo, circuición ὠκεανὸς κόσμου ἐ. Secund.Sent.2.

Greek Monolingual

το (Α ἐναγκάλισμα)
περίπτυξη, αγκάλιασμα
αρχ.
οτιδήποτε περιβάλλει κανείς με στοργή, αγαπητό, προσφιλές.