παρηγόρημα

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρηγόρημα Medium diacritics: παρηγόρημα Low diacritics: παρηγόρημα Capitals: ΠΑΡΗΓΟΡΗΜΑ
Transliteration A: parēgórēma Transliteration B: parēgorēma Transliteration C: parigorima Beta Code: parhgo/rhma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A exhortation, consolation, ἄτεγκτος παρηγορήμασιν A.Fr.348; π. βίου Ph.2.39; λυπουμένων S.E.M.6.18.
2 remedy, Plu.2.543a (pl.).

German (Pape)

[Seite 520] τό, Zurede, Ermunterung; ἄτεγκτος παρηγορήμασιν, Aeschyl. in B. A. 6, 13; λυπουμένων, S. Emp. adv. mus. 18; Heilmittel, Sp., neben φάρμακα Plut. qua quis se ipse laud. 12 A.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
consolation ; soulagement, remède.
Étymologie: παρηγορέω.

Russian (Dvoretsky)

παρηγόρημα: ατος τό
1 увещевание, совет Aesch.;
2 целебное средство (τὰ φάρμακα καὶ τὰ παρηγορήματα Plut.);
3 утешение (λυπουμένων π. Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

παρηγόρημα: τό, παραίνεσις· παραμυθία, παρηγορία, ἄτεγκτος παρηγορήμασιν Αἰσχύλου Ἀποσπ. 413, ἴδε Α. Β. 458, 18: π. βίου Φίλων 2. 39· θεραπεία, ἀντιφάρμακον, Πλούτ. 2. 543Α.

Greek Monolingual

το, ΜΑ παρηγορώ
παραμυθία, παρηγοριά
αρχ.
1. προτροπή, συμβουλή, παραίνεση
2. αντίδοτο ή θεραπευτικό μέσο
3. συνεκδ. θεραπεία.

Translations

remedy

Arabic: تِرْيَاق‎; Moroccan Arabic: دْوا‎; Asturian: remediu; Azerbaijani: tibb; Bashkir: дауа; Bengali: দাওয়াই, এলাজ; Bulgarian: лекарство; Catalan: remei; Chinese Mandarin: 治療/治疗, 療法/疗法; Czech: lék, léčba; Dutch: remedie; Finnish: lääke, parannuskeino, hoito; French: remède; Galician: remedio; German: Heilmittel; Greek: γιατρικό; Ancient Greek: ἀδιουτώριον, ἄκεσις, ἄκεσμα, ἄκεστρον, ἄκημα, ἄκος, ἀλαλκτήριον, ἀλέα, ἀλέξημα, ἀλέξησις, ἀλεξητήριον, ἀλέξιον, ἀλεξιφάρμακον, ἀλθεστήρια, ἄλθος, ἄλκαρ, ἀλκτήριον, ἀλκτήριον φάρμακον, ἀντίδοτον, ἀντίλυτρον, ἀντιπάθιον, ἀντίτομον, ἁρμονία, ἀφορμία, βοήθημα, βοήθησις, δύναμις, ἐγκυητήριον, ἔλαρ, ἐξάλειπτρον, εὕρεμα, εὕρημα, ἴαμα, ἴασις, ἰατρεῖον, ἰάτρευμα, ἰάτρευσις, ἴημα, ἴησις, ἰητρεῖον, μῆχος, παρηγόρημα, σχετήριον, τὸ ἀλεξητήριον, τὸ ἀντιπαθές, τὸ ἄρκιον, τὸ βοηθηματικόν, φαρμακεία, φαρμάκευμα, φαρμάκιον, φάρμακον, χραισμήϊον, χραίσμημα, χραίσμησις; Haitian Creole: remèd; Hebrew: מָזוֹר‎; Hindi: दरमन, इलाज, औषध; Hungarian: orvosság; Italian: rimedio, medicamento; Japanese: 療法; Korean: 요약(療藥); Latin: remedium; Malay: pengubat, rawatan; Maori: rongoā; Norman: r'miède; Occitan: remèdi; Persian: درمان‎; Polish: lekarstwo, lek; Portuguese: remédio; Romanian: remediu; Russian: лекарство, средство; Sanskrit: भेषज; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Sindhi: عِلاجُ‎; Spanish: remedio; Swedish: botemedel; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tocharian B: sāṃtke; Turkish: tıp; Walloon: riméde