βλεφαρικός: Difference between revisions
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(big3_9) |
(7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[de o para los párpados]]de un colirio, Cael.Aur.<i>TP</i> 4.2.17. | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[de o para los párpados]]de un colirio, Cael.Aur.<i>TP</i> 4.2.17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βλεφαρικός]], -ή, -όν) [[βλέφαρον]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα βλέφαρα. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for the eyelids, collyria Cael.Aur.TP4.2.17.
Greek (Liddell-Scott)
βλεφᾰρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς τὰ βλέφαρα, Καίλ. Αὐρηλ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
de o para los párpadosde un colirio, Cael.Aur.TP 4.2.17.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM βλεφαρικός, -ή, -όν) βλέφαρον
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα βλέφαρα.