διάβορος: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
(big3_11) |
(9) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[consumido]] τοῦτ' ἠφάνισται διάβορον πρὸς οὐδενός S.<i>Tr</i>.676, σῶμα D.L.4.20<br /><b class="num">•</b>[[erosionado]], [[corroído]] λίθος ref. a los poros de la piedra de origen volcánico, Thphr.<i>Lap</i>.20, φάραγξ Thdt.<i>Is</i>.6.55. | |dgtxt=-ον<br />[[consumido]] τοῦτ' ἠφάνισται διάβορον πρὸς οὐδενός S.<i>Tr</i>.676, σῶμα D.L.4.20<br /><b class="num">•</b>[[erosionado]], [[corroído]] λίθος ref. a los poros de la piedra de origen volcánico, Thphr.<i>Lap</i>.20, φάραγξ Thdt.<i>Is</i>.6.55. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διάβορος]], -ον (Α)<br /> <b>1.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που κατατρώγει<br /> <b>2.</b> <b>παθ.</b> αυτός που έχει φθαρεί, που έχει υποστεί [[φθορά]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δια</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βορά]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
διάβορος: -ον, (βιβρώσκω) ὁ διαβιβρώσκων, κατατρώγων, νόσος Σοφ. Τρ. 1084. Φ. 7 (ἴδε καταστάζω Ι. 2). 2) παθητ., διαβρωθείς, καταφαγωθείς, καταναλωθείς, φθαρείς, ὁ αὐτ. Τρ. 676. Ἡ λέξις προπαροξύνεται καὶ ἐπὶ ἐνεργείας καὶ ἐπὶ πάθους.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dévoré ; anéanti.
Étymologie: cf. διαβόρος.
Spanish (DGE)
-ον
consumido τοῦτ' ἠφάνισται διάβορον πρὸς οὐδενός S.Tr.676, σῶμα D.L.4.20
•erosionado, corroído λίθος ref. a los poros de la piedra de origen volcánico, Thphr.Lap.20, φάραγξ Thdt.Is.6.55.
Greek Monolingual
διάβορος, -ον (Α)
1. ενεργ. αυτός που κατατρώγει
2. παθ. αυτός που έχει φθαρεί, που έχει υποστεί φθορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δια + -βορος < βορά].