ἀντίλυρος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
(big3_5) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀντίλῠρος) -ον [[semejante a (el de) la lira]] καναχά S.<i>Tr</i>.643. | |dgtxt=(ἀντίλῠρος) -ον [[semejante a (el de) la lira]] καναχά S.<i>Tr</i>.643. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀντίλυρος]], -ον (Α)<br />ο ανταποκρινόμενος στη [[λύρα]], αυτός που εναρμονίζεται με τους ήχους της λύρας. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A responsive to the lyre or like that of the lyre (Sch.), καναχά, of the flute, S.Tr.643.
German (Pape)
[Seite 255] (λύρα), καναχή Soph. Tr. 640, den Tönen der Lyra entsprechend.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίλῠρος: -ον, (λύρα), ἀλλὰ θείας ἀντίλυρον μούσας «ἀντῳδός, ἰσόλυρος» (Σχόλ.) Σοφ. Τρ. 643.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
semblable à la lyre.
Étymologie: ἀντί, λύρα.
Spanish (DGE)
(ἀντίλῠρος) -ον semejante a (el de) la lira καναχά S.Tr.643.
Greek Monolingual
ἀντίλυρος, -ον (Α)
ο ανταποκρινόμενος στη λύρα, αυτός που εναρμονίζεται με τους ήχους της λύρας.