ἐμπροίκιος: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(big3_14)
(11)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[entregado o aportado como dote]] διδοὺς αὐτῷ ... ἣν ἂν τῶν θυγατέρων ἕλοιτο πρὸς γάμον καὶ δισμύρια τάλαντα ἐμπροίκια Anon.Hist.151.1.5<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἐ. [[dote]] λέγεται δ' ἡ πόλις ἐ. ὑπὸ Διὸς τῇ Κόρῃ δοθῆναι App.<i>Mith</i>.75, cf. <i>BC</i> 1.10, <i>Orac.Sib</i>.11.288.
|dgtxt=-ον<br />[[entregado o aportado como dote]] διδοὺς αὐτῷ ... ἣν ἂν τῶν θυγατέρων ἕλοιτο πρὸς γάμον καὶ δισμύρια τάλαντα ἐμπροίκια Anon.Hist.151.1.5<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἐ. [[dote]] λέγεται δ' ἡ πόλις ἐ. ὑπὸ Διὸς τῇ Κόρῃ δοθῆναι App.<i>Mith</i>.75, cf. <i>BC</i> 1.10, <i>Orac.Sib</i>.11.288.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐμπροίκιος]], -ον (Α)<br />αυτό που δίνεται ή δόθηκε ως [[προίκα]] («λέγεται δ' ἡ [[πόλις]] ἐμπροίκιον τῇ κόρῃ δοθῆναι», Aππ.).
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπροίκιος Medium diacritics: ἐμπροίκιος Low diacritics: εμπροίκιος Capitals: ΕΜΠΡΟΙΚΙΟΣ
Transliteration A: emproíkios Transliteration B: emproikios Transliteration C: emproikios Beta Code: e)mproi/kios

English (LSJ)

ον, (προίξ)

   A given by way of dower, ἐ. δοθῆναι, δεδόσθαι, App.Mith.75, BC1.10; δισμύρια τάλαντα ἐ. Anon.Hist. in Rev.Ét.Gr. 5.321:—also ἔμ-ροικος, ον, Gloss.

German (Pape)

[Seite 817] zur Mitgift gehörig; τὸ ἐμπροίκιον, App. Civ. 1, 10 Mthr. 75.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπροίκιος: -ον, (προὶξ) ὁ διδόμενος ἢ δοθεὶς ὡς προίξ, λέγεται δ’ ἡ πόλις ἐμπροίκιος ὑπὸ Διὸς τῇ κόρῃ δοθῆναι Ἀππ. Μιθρ. 75, Ἐμφύλ. 1. 10.

Spanish (DGE)

-ον
entregado o aportado como dote διδοὺς αὐτῷ ... ἣν ἂν τῶν θυγατέρων ἕλοιτο πρὸς γάμον καὶ δισμύρια τάλαντα ἐμπροίκια Anon.Hist.151.1.5
subst. τὸ ἐ. dote λέγεται δ' ἡ πόλις ἐ. ὑπὸ Διὸς τῇ Κόρῃ δοθῆναι App.Mith.75, cf. BC 1.10, Orac.Sib.11.288.

Greek Monolingual

ἐμπροίκιος, -ον (Α)
αυτό που δίνεται ή δόθηκε ως προίκα («λέγεται δ' ἡ πόλις ἐμπροίκιον τῇ κόρῃ δοθῆναι», Aππ.).