ἐμπροίκιος

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπροίκιος Medium diacritics: ἐμπροίκιος Low diacritics: εμπροίκιος Capitals: ΕΜΠΡΟΙΚΙΟΣ
Transliteration A: emproíkios Transliteration B: emproikios Transliteration C: emproikios Beta Code: e)mproi/kios

English (LSJ)

ἐμπροίκιον, (προίξ) given by way of dower, ἐ. δοθῆναι, δεδόσθαι, App.Mith.75, BC1.10; δισμύρια τάλαντα ἐ. Anon.Hist. in Rev.Ét.Gr. 5.321:—also ἔμροικος, ον, Glossaria.

Spanish (DGE)

-ον
entregado o aportado como dote διδοὺς αὐτῷ ... ἣν ἂν τῶν θυγατέρων ἕλοιτο πρὸς γάμον καὶ δισμύρια τάλαντα ἐμπροίκια Anon.Hist.151.1.5
subst. τὸ ἐ. dote λέγεται δ' ἡ πόλις ἐ. ὑπὸ Διὸς τῇ Κόρῃ δοθῆναι App.Mith.75, cf. BC 1.10, Orac.Sib.11.288.

German (Pape)

[Seite 817] zur Mitgift gehörig; τὸ ἐμπροίκιον, App. Civ. 1, 10 Mthr. 75.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπροίκιος: -ον, (προὶξ) ὁ διδόμενος ἢ δοθεὶς ὡς προίξ, λέγεται δ’ ἡ πόλις ἐμπροίκιος ὑπὸ Διὸς τῇ κόρῃ δοθῆναι Ἀππ. Μιθρ. 75, Ἐμφύλ. 1. 10.

Greek Monolingual

ἐμπροίκιος, -ον (Α)
αυτό που δίνεται ή δόθηκε ως προίκα («λέγεται δ' ἡ πόλις ἐμπροίκιον τῇ κόρῃ δοθῆναι», Aππ.).