ἑκατονταετία: Difference between revisions
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
(big3_13) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[período de cien años]], [[siglo]] ἡ δὲ ψυχὴ μέχρις ἑκατονταετίας ... μὴ κάμνουσα Ph.1.101, cf. Cyr.H.<i>Catech</i>.2.8. | |dgtxt=-ας, ἡ<br />[[período de cien años]], [[siglo]] ἡ δὲ ψυχὴ μέχρις ἑκατονταετίας ... μὴ κάμνουσα Ph.1.101, cf. Cyr.H.<i>Catech</i>.2.8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[ἑκατονταετία]])<br />[[περίοδος]] [[εκατό]] χρόνων, εκατονταετηρίδα. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A period of 100 years, Ph.1.101.
German (Pape)
[Seite 752] ἡ, Jahrhundert, App.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτονταετία: ἡ, περίοδος ἑκατὸν ἐτῶν, Schweigh, Ἀππ. τ. 3. σ. 613· ἑκατονταετίζω, ἑκατονταετὴς γίνομαι, παρὰ Θεοδ. Στουδ. σ. 371Β.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
período de cien años, siglo ἡ δὲ ψυχὴ μέχρις ἑκατονταετίας ... μὴ κάμνουσα Ph.1.101, cf. Cyr.H.Catech.2.8.
Greek Monolingual
η (AM ἑκατονταετία)
περίοδος εκατό χρόνων, εκατονταετηρίδα.