ἀκαταγώνιστος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(big3_2) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[invencible]] πολέμιοι D.S.17.26, cf. Olymp.Hist.6, ἀκαταγώνιστοι ... ἔσεσθε τοῖς ἐχθροῖς Aesop.53.2, del sabio estoico, Zeno <i>Stoic</i>.1.53<br /><b class="num">•</b>[[invencible]], [[inexpugnable]] φυλακτήρια Procop.<i>Aed</i>.1.3.9. | |dgtxt=-ον<br />[[invencible]] πολέμιοι D.S.17.26, cf. Olymp.Hist.6, ἀκαταγώνιστοι ... ἔσεσθε τοῖς ἐχθροῖς Aesop.53.2, del sabio estoico, Zeno <i>Stoic</i>.1.53<br /><b class="num">•</b>[[invencible]], [[inexpugnable]] φυλακτήρια Procop.<i>Aed</i>.1.3.9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταγώνιστος]], -ον) [[καταγωνίζομαι]]<br />[[ακατάβλητος]], [[αήττητος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A unconquerable, D.S.17.26, Olymp. Hist.p.451 D., Procl. in Cra. p.112P.; epith. of the Stoic sage, Stoic.1.53.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταγώνιστος: -ον, ἀκατανίκητος, Διόδ. 17. 26.
Spanish (DGE)
-ον
invencible πολέμιοι D.S.17.26, cf. Olymp.Hist.6, ἀκαταγώνιστοι ... ἔσεσθε τοῖς ἐχθροῖς Aesop.53.2, del sabio estoico, Zeno Stoic.1.53
•invencible, inexpugnable φυλακτήρια Procop.Aed.1.3.9.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκαταγώνιστος, -ον) καταγωνίζομαι
ακατάβλητος, αήττητος.