ἀκατάβλητος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no ha sido derribado o abatido]]de un luchador, dud. en <i>JRCil</i>.1.41 (Antioquía, imper.).<br /><b class="num">2</b> fig. [[indestructible]], [[irrefutable]] λόγος Ar.<i>Nu</i>.1229, glos. a [[ἀκαθαίρετος]] Sud.<br /><b class="num">•</b>[[inconmovible]], [[firme]] ἀκατάβλητον ... τὴν διάνοιαν ἡμῶν μένειν Basil.M.31.872A.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no ha sido derribado o abatido]]de un luchador, dud. en <i>JRCil</i>.1.41 (Antioquía, imper.).<br /><b class="num">2</b> fig. [[indestructible]], [[irrefutable]] λόγος Ar.<i>Nu</i>.1229, glos. a [[ἀκαθαίρετος]] Sud.<br /><b class="num">•</b>[[inconmovible]], [[firme]] ἀκατάβλητον ... τὴν διάνοιαν ἡμῶν μένειν Basil.M.31.872A.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάβλητος]], -ον) [[καταβάλλω]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που [[κανείς]] δεν μπορεί να τον καταβάλει, να τον ρίξει [[κάτω]], [[ακαταμάχητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει καταβληθεί, δεν έχει εξασθενήσει, ο [[ακμαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει καταβληθεί, δεν έχει εξοφληθεί<br />«ακατάβλητοι τόκοι».
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάβλητος Medium diacritics: ἀκατάβλητος Low diacritics: ακατάβλητος Capitals: ΑΚΑΤΑΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: akatáblētos Transliteration B: akatablētos Transliteration C: akatavlitos Beta Code: a)kata/blhtos

English (LSJ)

ον,

   A irrefragable, λόγος Ar.Nu.1229.    II not to be thrown down, πύργοι Sch.E.Hec.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάβλητος: -ον, ὁ μὴ καταβαλλόμενος, λόγος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1229.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut abattre ou réfuter.
Étymologie: ἀ, καταβάλλω.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no ha sido derribado o abatidode un luchador, dud. en JRCil.1.41 (Antioquía, imper.).
2 fig. indestructible, irrefutable λόγος Ar.Nu.1229, glos. a ἀκαθαίρετος Sud.
inconmovible, firme ἀκατάβλητον ... τὴν διάνοιαν ἡμῶν μένειν Basil.M.31.872A.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάβλητος, -ον) καταβάλλω
1. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τον καταβάλει, να τον ρίξει κάτω, ακαταμάχητος
2. αυτός που δεν έχει καταβληθεί, δεν έχει εξασθενήσει, ο ακμαίος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει καταβληθεί, δεν έχει εξοφληθεί
«ακατάβλητοι τόκοι».