ἀπαρακολούθητος: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(big3_5) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[incomprensible]] ([[βοή]]) Tz.<i>ad Lyc</i>.5.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[incapaz de seguir]] con el pensamiento, [[que no se entera]] οὐκ ἐκστατικοῦ ἀνδρὸς οὐδὲ ἀ., ἀλλὰ ἐρρωμένην ἔχοντος τὴν διάνοιαν Epiph.Const.<i>Haer</i>.48.6 (p.228.7), οἱ ἀ. los que no se enteran</i>, los bobos</i> Epiph.Const.<i>Haer</i>.51.4 (p.252.18).<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[inconsecuentemente]] c. dat. κἂν μὴ τέλεον ἐξιστώμεθα καὶ ἀ. ἔχωμεν ἑαυτοῖς, ἀλλὰ δοκῶμεν παρακολουθεῖν οἷς λέγομεν Origenes <i>Io</i>.28.20 (p.414.23).<br /><b class="num">2</b> abs. [[inconscientemente]] ποιεῖν M.Ant.5.6, cf. 2.16, Plot.4.3.28. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[incomprensible]] ([[βοή]]) Tz.<i>ad Lyc</i>.5.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[incapaz de seguir]] con el pensamiento, [[que no se entera]] οὐκ ἐκστατικοῦ ἀνδρὸς οὐδὲ ἀ., ἀλλὰ ἐρρωμένην ἔχοντος τὴν διάνοιαν Epiph.Const.<i>Haer</i>.48.6 (p.228.7), οἱ ἀ. los que no se enteran</i>, los bobos</i> Epiph.Const.<i>Haer</i>.51.4 (p.252.18).<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[inconsecuentemente]] c. dat. κἂν μὴ τέλεον ἐξιστώμεθα καὶ ἀ. ἔχωμεν ἑαυτοῖς, ἀλλὰ δοκῶμεν παρακολουθεῖν οἷς λέγομεν Origenes <i>Io</i>.28.20 (p.414.23).<br /><b class="num">2</b> abs. [[inconscientemente]] ποιεῖν M.Ant.5.6, cf. 2.16, Plot.4.3.28. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀπαρακολούθητος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον παρακολουθήσει, ο [[ακατανόητος]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν προνοεί για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(επίρρ., -τως) απερίσκεπτα. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be reached or attained, Tz.adLyc. 5. II Adv. -τως inconsequently, M.Ant.2.16, Plot.4.3.28.
German (Pape)
[Seite 279] 1) dem man nicht folgen kann, unbegreiflich, Schol. Il. 11, 245. – 2) inconsequent, adv., M. Anton. 2, 16. 5, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρακολούθητος: -ον, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, Τζέτζ., Λυκ. 5. ΙΙ. ἀλόγιστος, ἀπρονόητος, προπετής, Βασ. τ. 1. σ. 508Ε: ― Ἐπίρρ. -τως, ἐσπευσμένως, ἀσκέπτως, Μ. Ἀντων. 2.16· οὕτως, ἀπαρακολουθησία, ἡ, προπέτεια, Βασιλ. τ. 1. σ. 406D.
Spanish (DGE)
-ον
I 1incomprensible (βοή) Tz.ad Lyc.5.
2 de pers. incapaz de seguir con el pensamiento, que no se entera οὐκ ἐκστατικοῦ ἀνδρὸς οὐδὲ ἀ., ἀλλὰ ἐρρωμένην ἔχοντος τὴν διάνοιαν Epiph.Const.Haer.48.6 (p.228.7), οἱ ἀ. los que no se enteran, los bobos Epiph.Const.Haer.51.4 (p.252.18).
II adv. -ως
1 inconsecuentemente c. dat. κἂν μὴ τέλεον ἐξιστώμεθα καὶ ἀ. ἔχωμεν ἑαυτοῖς, ἀλλὰ δοκῶμεν παρακολουθεῖν οἷς λέγομεν Origenes Io.28.20 (p.414.23).
2 abs. inconscientemente ποιεῖν M.Ant.5.6, cf. 2.16, Plot.4.3.28.
Greek Monolingual
ἀπαρακολούθητος, -ον (AM)
μσν.
1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον παρακολουθήσει, ο ακατανόητος
2. όποιος δεν προνοεί για κάτι
αρχ.
(επίρρ., -τως) απερίσκεπτα.