διομήτωρ: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(big3_12) |
(9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ορος, ὁ<br />n. de la [[díada]] en la doctrina pitagórica διομήτορα ταύτην ὠνόμαζον ὡς Διὸς μητέρα <i>Theol.Ar</i>.12. | |dgtxt=-ορος, ὁ<br />n. de la [[díada]] en la doctrina pitagórica διομήτορα ταύτην ὠνόμαζον ὡς Διὸς μητέρα <i>Theol.Ar</i>.12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διομήτωρ]], η (Α)<br /><b>1.</b> η [[μητέρα]] του Δία<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τους Πυθαγόρειους) η [[ονομασία]] της δυάδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>διο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήτωρ</i> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ορος, ὁ, Pythag. name for δυάς, Theol.Ar.12.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
n. de la díada en la doctrina pitagórica διομήτορα ταύτην ὠνόμαζον ὡς Διὸς μητέρα Theol.Ar.12.
Greek Monolingual
διομήτωρ, η (Α)
1. η μητέρα του Δία
2. (κατά τους Πυθαγόρειους) η ονομασία της δυάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διο- + -μήτωρ < μήτηρ.