Ἀχαρναί: Difference between revisions
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
(big3_8) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ῶν, αἱ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> Ἀχάρναι Pi.<i>N</i>.2.16; Ἀχάρνη Hsch.<br />[[Acarnas]] demo ático de la tribu Eneide, Th.2.19, D.S.14.32, Plu.<i>Per</i>.33, Paus.1.31.6. | |dgtxt=-ῶν, αἱ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> Ἀχάρναι Pi.<i>N</i>.2.16; Ἀχάρνη Hsch.<br />[[Acarnas]] demo ático de la tribu Eneide, Th.2.19, D.S.14.32, Plu.<i>Per</i>.33, Paus.1.31.6. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Ἀχαρναί:''' -ῶν, αἱ, οι Αχαρναί, [[δήμος]] της Αττικής, σε Θουκ.· [[Ἀχαρνεύς]], <i>-έως</i>, <i>ὁ</i>, ο [[κάτοικος]] των Αχαρνών, πληθ. <i>Ἀχαρνεῖς</i>, ποιητ. <i>Ἀχαρνηΐδαι</i>, σε Αριστοφ.· επίθ. [[Ἀχαρνικός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ῶν, αἱ,
A Acharnae, a famous deme of Attica, Th.2.19sq.: mdash;Ἀχαρνεύς, έως, ὁ, inhabitant of Acharnae, pl. Ἀχαρνῆς, title of play by Ar.: poet. Ἀχαρνηΐδαι Ar.Ach.322:—Adj. Ἀχαρνικός, ή, όν, ib. 180; Ἀ. κισσός, = κορυμβίας, Thphr.HP3.18.6:—also Ἀχαρνίτης, ου, ὁ, κισσός AP7.21 (Simm.):—Adv. Ἀχαρνῆσι at Acharnae, Luc.Icar. 18: Ἀχαρνῆθεν from Acharnae, Anaxandr.41.18.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀχαρναί: -ῶν, αἱ, διάσημός τις δῆμος τῆς Ἀττικῆς, Θουκ. 2. 19 κἑξ.: ― Ἀχαρνεύς, έως, ὁ, κάτοικος τοῦ δήμου Ἀχαρνῶν, πληθ. Ἀχαρνεῖς· ― Ἀχαρνῆς, μία ἐκ τῶν Κωμῳδ. τοῦ Ἀριστοφάνους· ποιητ. Ἀχαρνηίδαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 322. ― Ἐπίθ. Ἀχαρνικός, ή, όν, αὐτόθι 180. ― Ἐπίρρ. Ἀχαρνῆσι, ἐν Ἀχαρναῖς, Λουκ. Ἰκαρομ. 18· Ἀχαρνῆθεν, ἐξ Ἀχαρνῶν, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 18.
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
Acharnes, dème attique de la tribu Œnéide.
Étymologie:.
Spanish (DGE)
-ῶν, αἱ
• Alolema(s): Ἀχάρναι Pi.N.2.16; Ἀχάρνη Hsch.
Acarnas demo ático de la tribu Eneide, Th.2.19, D.S.14.32, Plu.Per.33, Paus.1.31.6.
Greek Monotonic
Ἀχαρναί: -ῶν, αἱ, οι Αχαρναί, δήμος της Αττικής, σε Θουκ.· Ἀχαρνεύς, -έως, ὁ, ο κάτοικος των Αχαρνών, πληθ. Ἀχαρνεῖς, ποιητ. Ἀχαρνηΐδαι, σε Αριστοφ.· επίθ. Ἀχαρνικός, -ή, -όν, στον ίδ.